ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek
ἑτερομήκει — ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem/neut dat sg ἑτερομήκεϊ , ἑτερομήκης with sides of uneven length dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερομήκη — ἑτερομήκης with sides of uneven length neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερομήκεις — ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem acc pl ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερομηκῶν — ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερομήκεσι — ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερομήκεσιν — ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερομήκους — ἑτερομήκης with sides of uneven length masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιμήκης — ἀμφιμήκης, ες (ΑΜ) 1. άρτιος, ζυγός (αριθμός) 2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek